- ξεβρακώνομαι
- ξεβρακώνομαι, ξεβρακώθηκα, ξεβρακωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεβρακώνω — 1. βγάζω το βρακί κάποιου 2. αποκαλύπτω τον άσχημο χαρακτήρα ή τις κακές πράξεις κάποιου, ξεσκεπάζω 3. εξευτελίζω, προσβάλλω («με αυτά που μού είπε μέ ξεβράκωσε») 4. (το παθ.) ξεβρακώνομαι υποκύπτω, υποχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βρακώνω] … Dictionary of Greek
ξεβρακώνω — ξεβράκωσα, ξεβρακώθηκα, ξεβρακωμένος 1. μτβ., αφαιρώ το βρακί κάποιου. 2. μτφ., αποκαλύπτω το κακό ποιόν κάποιου, διασύρω, εξευτελίζω. 3. το μέσ., ξεβρακώνομαι μτφ., αποκαλύπτω μυστικό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)